φίλοιστρος

φίλοιστρος
-ον, Α
1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία
2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς τού Βάκχου και τής Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + οἶστρος «μανία, τρέλα, παραφροσύνη» (πρβλ. πάρ-οιστρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φίλοιστρε — φίλοιστρος loving frenzy masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

  • φιλοιστρομανής — ές, Α αυτός που θέλει να οιστρηλατείται, να διακατέχεται από οίστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλοιστρος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἡδυ μανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”