- φίλοιστρος
- -ον, Α1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς τού Βάκχου και τής Κυβέλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + οἶστρος «μανία, τρέλα, παραφροσύνη» (πρβλ. πάρ-οιστρος)].
Dictionary of Greek. 2013.